ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΑΙΓΙΝΗΣ

Ο Άγιος Νεκτάριος ή Νεκτάριος Πενταπόλεως ή Νεκτάριος Αιγίνης (Σηλυβρία, 1 Οκτωβρίου 1846 - Αθήνα, 9 Νοεμβρίου 1920) είναι σύγχρονος άγιος της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Αναστάσιος Κεφαλάς και υπήρξε λαοφιλής ιεράρχης, ποιμενάρχης και παιδαγωγός στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα. Ο Άγιος Νεκτάριος πιστεύεται ότι πραγματοποίησε θαύματα ενώ βρισκόταν ακόμα εν ζωή

Ο Αναστάσιος Κεφαλάς γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1846 στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης. Γονείς του ήταν ο Δήμος (Δημοσθένης) και η Μπαλού (Βασιλική) Κεφαλά, και αποτελούσε το πέμπτο από τα έξι παιδιά της φτωχής οικογένειας. Σύντομα ήρθε αντιμέτωπος με τη δύσκολη πραγματικότητα της εποχής, καθώς η οικογένειά του αδυνατούσε να συντηρηθεί, ενώ στη γενέτειρά του δεν υπήρχε σχολείο μέσης εκπαίδευσης, με αποτέλεσμα να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, σε ηλικία 13 ετών 

Η ζωή στη Κωνσταντινούπολη για τον Αναστάσιο ήταν σκληρή και δύσκολη τα πρώτα χρόνια της παραμονής του. Αρχικά εργάζεται σε συσκευαστήριο καπνού, οπού ο ιδιοκτήτης του φερόταν βάναυσα. Εργάζεται πολλές ώρες ημερησίως, δεν αμείβεται και πολλές φορές ξυλοκοπείται. Ο Αναστάσιος τα υπέμενε όλα αυτά, ωστόσο θλιβόταν καθώς αδυνατούσε να ενισχύσει οικονομικά την οικογένειά του, ενώ παράλληλα δεν μπορούσε να παρακολουθήσει μαθήματα στο σχολείο. Την κλίση, όμως, προς τον Θεό και το Ευαγγέλιο, την έδειχνε από μικρός. Έτσι στο συσκευαστήριο μαζί με τον καπνό που πουλούσε, κάθε φορά έδινε και ένα μικρό χαρτάκι, το οποίο έγραφε κάποια ευαγγελική ρήση.

Η κατάσταση άλλαξε, όταν ένας έμπορος που είχε μαγαζί παράπλευρα από το συσκευαστήριο, είδε κάποια μέρα τον ξυλοδαρμό από το αφεντικό του και τον πήρε στη δούλεψή του. Άρχισε να εργάζεται στο επιπλοποιείο του, έχοντας πλέον χρόνο για εκκλησιασμό και για να πηγαίνει σχολείο, ενώ σύντομα και η οικογένεια του τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη. Στην Πόλη παρέμεινε συνολικά 7 έτη και σε ηλικία 20 ετών την εγκατέλειψε, παρότι δεν ολοκλήρωσε τη μόρφωση του, για να εργαστεί ως δάσκαλος στο Λιθί της Χίου


Στα 20 του χρόνια, έφτασε στη Χίο. Έχοντας πλέον γραμματική και θεολογική γνώση, έλαβε τη θέση του δασκάλου, παραμένοντας στο νησί για 10 χρόνια, μέχρι το 1877. Εκεί αρχικά θα γνωρίσει τον μεγάλο ευεργέτη του Ιωάννη Χωρέμη, ένα εύπορο τοπικό άρχοντα, ο οποίος εξαιτίας ενός περιστατικού που είχε συμβεί κατά τη μεταφορά του Αγίου από τη Σηλυβρία προς την Κωνσταντινούπολη (ένας ανιψιός του Χωρέμη τον βοήθησε να επιβιβαστεί στο πλοίο γιατί δεν είχε χρήματα), τον έθεσε υπό την προστασία του. Ο Άγιος Νεκτάριος όμως είχε αποφασίσει πλέον να αφιερωθεί στο μοναχικό βίο. Το 1876, εκάρη μοναχός με το όνομα Λάζαρος και ένα χρόνο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος, λαμβάνοντας το όνομα Νεκτάριος. Ο Άγιος Νεκτάριος είχε κλίση προς το μοναχισμό, τον οποίο επιθυμούσε να υπηρετήσει. Ωστόσο, οι πιέσεις που του ασκήθηκαν λόγω των χαρισμάτων του λόγου και της μορφώσεώς του, τελικά τον έστρεψαν προς τον κοσμικό κλήρο, χωρίς όμως ποτέ να λησμονήσει τον μοναχισμό 


Το 1877, ο Νεκτάριος μετά από παρότρυνση του Ιωάννη Χωρέμη, πήγε στην Αθήνα, προκειμένου να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές. Μετά την ολοκλήρωσή τους, εστάλη μέσω γνωριμίας που είχε με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, στην Αλεξάνδρεια. Ο Σωφρόνιος, εντυπωσιάστηκε από τον Νεκτάριο και με βάση τις πολύ καλές συστάσεις που είχε, τον έστειλε ξανά στην Αθήνα, να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Ο Νεκτάριος εκεί διέπρεψε, και μάλιστα, πρώτευσε στο διαγωνισμό σχολικής κοσμητείας στο «Παπαδάκειο κληροδότημα», με αποτέλεσμα να κερδίσει υποτροφία σπουδών στη Θεολογική Σχολή, κάτι που τον ανακούφισε πολύ, καθότι ο ευεργέτης του Ιωάννης Χωρέμης είχε φύγει από τη ζωή, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Αφού έλαβε το πτυχίο του (1885), ανεχώρησε πάλι για την Αλεξάνδρεια 

Με την επιστροφή του στην Αλεξάνδρεια, χειροτονείται Ιερέας και 5 μήνες αργότερα, τοποθετείται γραμματέας του Πατριαρχείου. Μέσα σε δύο μήνες, αξιοποιώντας τη ρητορική του δεινότητα, προήχθη σε ιεροκήρυκα, λαμβάνοντας και θέση Πατριαρχικού επιτρόπου στο Κάιρο. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, ο Νεκτάριος ανήλθε στην ιεραρχία του Πατριαρχείου, όντας ένας πολύ έμπιστος άνθρωπος στο πλευρό του Πατριάρχη. Στις 15 Ιανουαρίου του 1889 θα ανακηρυχτεί επίσκοπος Πενταπόλεως Λιβύης μετά από την κοίμηση του επισκόπου της περιοχής Νείλου. Το πρακτικό της χειροτονίας του διασώζεται μέχρι και σήμερα (Πρακτικό εκλογής κωδ. 66, σελ. 394).

Η ραγδαία ανέλιξη του Νεκταρίου, δεν πέρασε απαρατήρητη από τους υπολοίπους επισκόπους. Ο Σωφρόνιος πλησίαζε τα 90 χρόνια ζωής και είχαν ξεκινήσει οι διαδικασίες διαδοχής του. Ο λαός, που είχε ευεργετηθεί από το πολυποίκιλο έργο του Νεκταρίου (κυρίως φιλανθρωπικό αλλά και ποιμαντικό και αντιαιρετικό) επιθυμούσε την άνοδο του στον πατριαρχικό θρόνο και σε συνδυασμό με την εύνοια του Σωφρονίου καθίστατο η πρώτη επιλογή. Οι αντίπαλοί του γνωρίζοντας όλα αυτά, αποφάσισαν να τον παραμερίσουν, κατηγορώντας τον για υποκίνηση ανατροπής του Πατριάρχη Σωφρονίου, αλλά και με αόριστες ηθικές κατηγορίες. Επίσης, μερίδα κληρικών, οι οποίοι πίστευαν ότι η τακτική λιτότητας και πενίας της Εκκλησίας, που ακολουθούσε ο Νεκτάριος ως επίσκοπος, θα επηρέαζε την οικονομική κατάσταση του Πατριαρχείου, το οποίο χωρίς οικονομική ευρωστία, θα γινόταν έρμαιο πολιτικών ή εθνικών σκοπιμοτήτων.

Ο Σωφρόνιος που πληροφορήθηκε τις κατηγορίες, πείστηκε για την αλήθεια των ισχυρισμών, με αποτέλεσμα την άμεση παύση της ιερατικής του ιδιότητάς. Κάτι που ήταν εκκλησιαστικά παράνομο, καθότι σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δίκαιο ο Νεκτάριος έπρεπε να παρουσιαστεί ενώπιον συνόδου η οποία θα εξέταζε, μετά ακροάσεως τις εις βάρος του κατηγορίες. Ο Νεκτάριος δεν θέλησε να τραβήξει το σχοινί στα άκρα και αναχώρησε από την Αλεξάνδρεια, εν αντιθέσει με τους αντιπάλους του, οι οποίοι θέλησαν την οικονομική και ηθική του βλάβη. Φροντίζοντας να σπιλώσουν το όνομα του στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη και παρακρατώντας τον μισθό του, αδυνατούσε να εργαστεί οπουδήποτε.

Ο Νεκτάριος βρέθηκε ενώπιον ακόμα μιας πολύ δύσκολης κατάστασης, όπως από μικρή ηλικία πολλές φορές είχε βρεθεί. Ο ίδιος ενοικίασε ένα μικρό δωμάτιο στα περίχωρα των Αθηνών, αλλά αδυνατούσε να πληρώσει το ενοίκιο, ενώ δεν είχε χρήματα να τραφεί. Η παράλληλη διαπόμπευσή του, ακόμα και σε κυβερνητικά κλιμάκια δυσχέραιναν τη δυνατότητα εύρεσης εργασίας. Προσπαθούσε μέσω του Αρχιεπισκόπου Γερμανού να βρει μια θέση ιεροκήρυκα. Ο ίδιος παρά τη συμπάθεια που έτρεφε προς το πρόσωπό του, αδυνατούσε να τον βοηθήσει, λόγω πιέσεων από τη σύνοδο. Έφτασε μέχρι τον Υπουργό Παιδείας και Εκκλησιαστικών, που όμως του διεμήνυσε, ότι λόγω του νόμου (ο Νεκτάριος δεν είχε ελληνική υπηκοότητα) αδυνατούσε.

Τελικά, μετά από λίγο καιρό, χάρη στη βοήθεια ενός ανθρώπου ονόματι Μελά, ο οποίος ήταν μέλος της κυβέρνησης και τον είχε γνωρίσει στην Αλεξάνδρεια, διορίστηκε ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα. Ωστόσο, η φήμη που τον ακολουθούσε παρέμενε, καθότι υπήρχε μεγάλη καχυποψία, δεδομένων των εις βάρος του κατηγοριών, με αποτέλεσμα να αποδοκιμάζεται και να στιγματίζεται

Το 1891, δύο έτη μετά από τις κατηγορίες που του εξαγγέλθηκαν και την απομάκρυνσή του από την Αλεξάνδρεια, στην κυβέρνηση ακόμα γίνονταν προσπάθειες για την αποπομπή του από τη θέση που κατείχε. Τότε αποκαλύφθηκε πλήρως το σχέδιο κι η πλεκτάνη που είχε στηθεί σε βάρος του. Όλα ξεκίνησαν από την αποκάλυψη ότι δεν έπαιρνε τα χρήματα που του οφείλονταν και εργαζόταν αμισθί επί της εποχής της επισκοπείας του. Επίσης, παρότι παρέμενε δικαιωματικά επίσκοπος Πενταπόλεως, αφού είχε παράνομα εκδιωχθεί δεν ελάμβανε χρήματα. Εν συνεχεία καθαρίστηκε το όνομά του από κάθε είδους ανάμιξη σε σκάνδαλο ηθικού χαρακτήρος και από παντός είδους ραδιούργες προσπάθειες σε βάρος του πατριάρχη. Αυτό, ειδικά μετά την σκληρή συμπεριφορά του ποιμνίου, τον έκανε συμπαθή ενώπιον του λαού στη Χαλκίδα. Άρχισε τότε με περισσή άνεση να κηρύττει. Γρήγορα η φήμη του εξαπλώθηκε μακρύτερα από τη Χαλκίδα, ενώ ο λαός έδειξε μεγάλη συμπάθεια στο πρόσωπό του, όταν χήρεψε η θέση του τοπικού επισκόπου, σχεδόν απαιτώντας την άνοδό του στο θρόνο. 

Το 1908 εγκαταστάθηκε στην Αίγινα. Ο Νεκτάριος ποτέ στη ζωή του, δεν απέβαλε την έντονη επιθυμία του για το μοναχικό βίο. Αυτή η επιθυμία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο κατά την επίσκεψη του στο Άγιον Όρος και την σύνδεσή του με τον Γέροντα Δανιήλ τον Σμυρναίο (Γέροντα της Αδελφότητας Δανιηλαίων) το 1898 με τον οποίο διατηρούσε και αλληλογραφία. Έκτοτε έψαχνε ένα τόπο να στεγάσει ένα μοναστήρι για το τέλος της ζωής του, έναν «Εκκλησιαστικό Παρθενώνα», όπως έλεγε. Πιο έντονη και ίσως επιτακτική έγινε αυτή η ανάγκη, όταν 4 γυναίκες που ήσαν μόνες και συνδέονταν μαζί του, με σχέση πνευματικής καθοδήγησης, θέλησαν να μονάσουν υπό την εποπτεία του. Έτσι τελικά βρήκε ένα παλαιό εγκαταλελειμμένο μοναστήρι στην Αίγινα στη θέση Ξάντος στο οποίο και αποφάσισε να στεγάσει τις 4 μοναχές και άλλες 3 που ήδη μόναζαν στο νησί. Το μοναστήρι άρχισε να επαναλειτουργεί το 1904 υπό την καθοδήγησή του, παρότι αυτός ακόμα βρισκόταν στη Ριζάρειο Σχολή.

Η παρουσία του στην Αίγινα, συνδέθηκε με δύο γεγονότα, που τον κατέστησαν άμεσα λαοφιλή. Ο Νεκτάριος αρχικά θεράπευσε έναν δαιμονισμένο νέο κάτι που γρήγορα μαθεύτηκε. Οι χωρικοί τότε τον επισκέφτηκαν ζητώντας του να λειτουργήσει και να δεηθεί στον Θεό, διότι είχε 3 χρόνια να βρέξει στο νησί με αποτέλεσμα να έχει προκληθεί εκτεταμένη ανομβρία και οικονομική ζημία. Ο ίδιος με σύσσωμη την παρουσία των νησιωτών, λειτούργησε και την ίδια μέρα άρχισε να βρέχει, γεγονότα που εκλήφθησαν ως θεϊκά σημάδια από τους Αιγινίτες.

Το 1908 παραιτήθηκε από τη σχολή για λόγους υγείας αλλά και γήρατος και αφοσιώθηκε στο μοναστήρι. Η χάρη του και η φήμη διαρκώς μεγάλωναν, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος δωρεών να κατευθύνεται στο μοναστήρι και μέσα σε 4 χρόνια να μεγαλώσει τόσο, φτάνοντας να έχει 15 μοναχές, χάρη στους προσκυνητές που είχαν αρχίσει να συρρέουν από όλη την Ελλάδα, ενισχύοντας με τις δωρεές τους την ανέγερση της μονής και του φιλανθρωπικού της έργου.Παρότι ήταν μεγάλος σε ηλικία όταν αποσύρθηκε στην Αίγινα, δεν έπαψε ποτέ να εργάζεται είτε πνευματικά, υπέρ της εκκλησίας, είτε και χειρωνακτικά για τη διεύρυνση του μοναστηριού. Το έργο πλέον είχε χαρακτήρα ποιμαντικό, λειτουργικό, λατρευτικό, εξομολογητικό, παρηγορητικό. Στάθηκε στους ανθρώπους του νησιού σαν αδελφός, βοηθός, συμπαραστάτης, οδηγός και συνοδοιπόρος της ζωής. Τα χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής του, έμελλε να είναι πολύ ταραγμένα. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους που έφεραν ηθική ανάταση και κάποια οικονομική και πνευματική ευφορία, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ήρθε να σκιάσει την Ελλάδα. Ο ίδιος όμως πάντα βοηθός, παρηγορητής, γνωρίζοντας από μικρός τις δυσκολίες του κόσμου κήρυττε την ελπίδα και το Θεό για ένα καλύτερο μέλλον. Γι' αυτό και ο Άγιος Νεκτάριος για τους Αιγινίτες υπήρξε κάτι παραπάνω από ένας μοναχός που εγκαταστάθηκε στο νησί τους.Η ποιμαντική αγωγή του ποιμνίου, μακρύτερα από τα στενά όρια του νησιού, ήταν πάντα μέλημά του, έτσι συνέχισε το συγγραφικό του έργο, που πλέον αναγνωριζόταν τόσο από τον τύπο της εποχής για την επιστημονική εγκυρότητά του, όσο και από μεγάλα πνευματικά ιδρύματα της εποχής. Επίσης, διέθετε περισσότερο χρόνο για προσευχή κάτι που αγαπούσε, ιδιαίτερα προς την Παναγία, που θεωρούσε μητέρα του, όπως έλεγε.


 Ποτέ παρά τον κλονισμό της υγείας του δεν έπαψε όμως να προσφέρει ακόμα και χειρωνακτικά. Μάλιστα συνεισέφερε στην ανέγερση νέων κοιτώνων της μονής, στη διάνοιξη δρόμων προς το μοναστήρι, ασχολούνταν με την κηπουρική και άλλες χειρωνακτικές εργασίες που πάντα τις θεωρούσε τιμή. Πάντα ανέφερε πως καμία εργασία δεν είναι ντροπή, αντιθέτως είναι ευλογία Θεού.Οι δυσκολίες και οι πίκρες ποτέ δεν έλειψαν. Παρότι είχαν περάσει πάνω από 10 χρόνια από την επαναλειτουργία της μονής, ο Μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος αρνείτο να αναγνωρίσει τη μονή, παρά την αρχική συγκατάθεσή του. Το πρόβλημα αυτό μεγάλωνε, διότι η μονή δεν αποκτούσε νομική προσωπικότητα με αποτέλεσμα να αδυνατεί να κρατήσει τις κληρονομιές και όποια άλλα οικονομικά ωφελήματα είχε από πιστούς με αποτέλεσμα να δυσχεραίνει το φιλανθρωπικό έργο. Κάποιοι δηλαδή, άφηναν κληρονομιές υπέρ του μοναστηριού, που το μοναστήρι αδυνατούσε να αποδεχτεί λόγω της νομικής ανυπαρξίας του. Ο Μητροπολίτης δε, είχε δυσαρεστηθεί από την τροπή που έλαβε η εξέλιξη του μοναστηριού, με αποτέλεσμα να είναι ανένδοτος. Ο Νεκτάριος προσπάθησε με διάφορους τρόπους να τον μεταπείσει, όμως μέχρι τέλους της ζωής του, δεν είδε το αίτημά του να πραγματοποιείται.Ο Νεκτάριος αρχικά αφού τελείωσε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, και ο Θεόκλητος αποπέμφθηκε λόγω του αναθέματος στον Ελευθέριο Βενιζέλο μαζί με τους υπολοίπους επισκόπους, πίστεψε πως τα πράγματα ίσως εξομαλυνθούν. Η αρχική αισιοδοξία όμως διεκόπη όταν το 1918 κατηγορήθηκε από μητέρα μοναχής για ανηθικότητα. Γρήγορα όμως εξετάσεις και έρευνες του εισαγγελέα Αθηνών κατέδειξαν το ψεύδος της μητέρας της κόρης, η οποία οικειοθελώς είχε προσχωρήσει στο μοναστήρι. Εξ αιτίας αυτού του λόγου, αλλά και κληρικών οι οποίοι στο νησί τον φθονούσαν, πιστεύοντας ότι τους παίρνει όλη τη «πελατεία» και τον κατηγορούσαν πισώπλατα, ουσιαστικά δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του, την αναγνώριση του Μοναστηριού. 

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1953 πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή των λειψάνων του στην Αίγινα, από τον Μητροπολίτη Ύδρας Προκόπιο και τον αντιστασιακό Μητροπολίτη Ηλείας Αντώνιο.
Το 1960 ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Α΄ με μια εμπεριστατωμένη εισήγηση στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος υποστήριξε την αγιότητα του Νεκταρίου Κεφαλά.
Σαράντα έτη μετά την κοίμηση του Νεκταρίου ανακηρύχθηκε Άγιος, στις 20 Απριλίου του έτους 1961 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα καθώς αξιολόγησε τα θαύματα όπως και το μεγάλο ποιμαντικό και εκκλησιαστικό έργο. Η επίσημη διαδικασία ανακήρυξής του έγινε στις 5 Νοεμβρίου του 1961. Με την ανακήρυξη του Νεκταρίου Κεφαλά σε Άγιο ο Αθηναγόρας αποφάσισε ακόμα πως οι άντρες και οι γυναίκες που φέρουν τα ονόματα Νεκτάριος και Νεκταρία θα εορτάζουν στις 9 Νοεμβρίου και όχι στις 11 Ιουλίου όπως ίσχυε μέχρι τότε.


Πάντα όμως πιστός στο Ευαγγέλιο, το παράδειγμα του Χριστού, τα γραφέντα του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, πίστευε απόλυτα στη δικαιοσύνη του Θεού. Ήταν πράος, ήρεμος, υπομονετικός σε όλες αυτές τις κατηγορίες και εξευτελισμούς που κατά καιρούς τον υπέβαλαν.Το τέλος της ζωής του ήταν επίπονο. Η χρόνια ασθένεια του προστάτη, μαζί με τα περασμένα χρόνια της ηλικίας του και κακοπάθειες της ζωής τον ταλαιπωρούσαν. Ακόμα και τότε είχε σχέδια. Ήθελε να δημιουργήσει ένα εκπαιδευτήριο. Τελικά, δεν πρόλαβε. Το 1920 εισήχθη στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών όπου διεγνώσθη καρκίνος του προστάτη. Στις 9 Νοεμβρίου του ιδίου έτους ο Άγιος Νεκτάριος πέθανε. Το δωμάτιο στο οποίο πέθανε, έχει σήμερα μετατραπεί σε μικρό ναό στο δεύτερο όροφο του Αρεταιείου νοσοκομείου, που κοσμείται από εικόνες του Αγίου και τάματα πιστών για ανάρρωση των συγγενών τους που νοσηλεύονται στην κλινική

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1953 πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή των λειψάνων του στην Αίγινα, από τον Μητροπολίτη Ύδρας Προκόπιο και τον αντιστασιακό Μητροπολίτη Ηλείας Αντώνιο.
Το 1960 ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Α΄ με μια εμπεριστατωμένη εισήγηση στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος υποστήριξε την αγιότητα του Νεκταρίου Κεφαλά.
Σαράντα έτη μετά την κοίμηση του Νεκταρίου ανακηρύχθηκε Άγιος, στις 20 Απριλίου του έτους 1961 από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα καθώς αξιολόγησε τα θαύματα όπως και το μεγάλο ποιμαντικό και εκκλησιαστικό έργο. Η επίσημη διαδικασία ανακήρυξής του έγινε στις 5 Νοεμβρίου του 1961. Με την ανακήρυξη του Νεκταρίου Κεφαλά σε Άγιο ο Αθηναγόρας αποφάσισε ακόμα πως οι άντρες και οι γυναίκες που φέρουν τα ονόματα Νεκτάριος και Νεκταρία θα εορτάζουν στις 9 Νοεμβρίου και όχι στις 11 Ιουλίου όπως ίσχυε μέχρι τότε.


© 2020 Worlds Collide. Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα.
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε